- πολιορκῇ
- πολιορκέωbesiegepres subj mp 2nd sgπολιορκέωbesiegepres ind mp 2nd sgπολιορκέωbesiegepres subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πορθητήριος — ία, ον, Ν αυτός που καταστρέφει, καταστρεπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορθῶ + επίθημα τήριος (πρβλ. πολιορκη τήριος)] … Dictionary of Greek